Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το συνέδριο

  • 1 συνέδριο

    [синэдрио] ουσ. ο. съезд, конгресс,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνέδριο

  • 2 конгресс

    конгресс
    м
    1. τό συνέδριο[ν]:
    международный \конгресс τό διεθνές συνέδριο[ν]· Всемирный \конгресс сторонников мира τό Παγ-κόσμιο[ν] συνέδριο[ν] τῶν ὀπαδῶν τής εἰρήνης· \конгресс профсоюзов τό συνέδριο[ν] τῶν συνδικάτων
    2. (парламент в некоторых странах) τό Κογγρέσσο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > конгресс

  • 3 конгресс

    конгресс м το συνέδριο, το κογκρέσο Всемирный конгресс сторонников мира το Παγκόσμιο συνέδριο οπαδών ειρήνης
    * * *
    м
    το συνέδριο, το κογκρέσο

    Русско-греческий словарь > конгресс

  • 4 съезд

    съезд
    м
    1. (собрание) τό συνέδριο[ν]:
    \съезд партии τό συνέδριο τοῦ κόμματος· \съезд Советов τό συνέδριο τῶν Σοβιέτ·
    2. (прибытие) ἡ ἄφιξη, ἡ προσέλευσις:
    \съезд гостей ἡ προσέλευση τῶν προσκεκλημένων.

    Русско-новогреческий словарь > съезд

  • 5 съезд

    α.
    1. άφιξη, ερχομός, προσέλευση•

    съезд гостей η προσέλευση των φιλοξενούμενων.

    || (παλ.) συνάθροιση, συνάντηση.
    2. συνέδριο•

    съезд профсоюзов συνέδριο των συνδικάτων•

    съезд партии συνέδριο του κόμματος.

    3. βλ. съежание.
    4. κάθοδος, το μέρος της καθόδου.

    Большой русско-греческий словарь > съезд

  • 6 съезд

    съезд м το συνέδριο
    * * *
    м
    το συνέδριο

    Русско-греческий словарь > съезд

  • 7 форум

    форум
    м
    1. ист. ἡ ἀγορά·
    2. (собрание) τό συνέδριο[ν], τό φόρουμ:
    \форум ученых τό συνέδριο ἐπιστημόνων.

    Русско-новогреческий словарь > форум

  • 8 конгресс

    α.
    1. συνέδριο•

    всемирный сторонников мира το παγκόσμιο συνέδριο των οπαδών της ειρήνης.

    2. κογκρέσο.

    Большой русско-греческий словарь > конгресс

  • 9 конгресс

    το συνέδριο, το κογκρέσο (ξεν.)
    международный - διεθνές -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конгресс

  • 10 съезд

    το συνέδριο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > съезд

  • 11 всемирный

    всемирн||ый
    прил παγκόσμιος:
    \всемирныйая известность ἡ παγκόσμια φήμη· Всемирный конгресс сторонников мира τό Παγκόσμιο Συνέδριο τῶν ὀπαδῶν τής εί-ρήνης· Всемирная федерация профсоюзов ἡ Παγκόσμια συνδικαλιστική ὁμοσπονδία.

    Русско-новогреческий словарь > всемирный

  • 12 всесоюзный

    всесоюзный
    прил πανενωσιακός:
    Всесоюзный Ленинский Коммунистический Союз Молодежи ἡ Πανενωσιακή Κομμουνιστική Λενινι(στι)κή "Ενωση Νεολαίας, ἡ Κομσομόλ· \всесоюзный съезд τό πανενωσιακό[ν] συνέδριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > всесоюзный

  • 13 партийный

    парти́йн||ый
    1. прил κομματικός, τοῦ κόμματος:
    \партийный актив τό κομματικό ἀχτίφ· \партийныйая организация ἡ κομματική ὁργάνωση· \партийный билет τό κομματικό βιβλιάριο· \партийный съезд τό κομματικό[ν] συνέδριο[ν]·
    2. м τό μέλος τοῦ κόμματος.

    Русско-новогреческий словарь > партийный

  • 14 партсъезд

    парт||съезд
    м (партийный съезд) τό κομματικό συνέδριο.

    Русско-новогреческий словарь > партсъезд

  • 15 совет

    совет
    м
    1. (наставление) ἡ συμβουλή:
    \совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·
    2. (совещание) συμβούλιο[ν]:
    военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·
    3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:
    Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·
    4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:
    Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι.

    Русско-новогреческий словарь > совет

  • 16 чрезвычайный

    чрезвычайный
    прил ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):
    \чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο.

    Русско-новогреческий словарь > чрезвычайный

  • 17 конгресс

    [κανγκριέσς] ουσ. α. συνέδριο

    Русско-греческий новый словарь > конгресс

  • 18 съезд

    [σ'γιέστ] ουσ. α συνέδριο

    Русско-греческий новый словарь > съезд

  • 19 конгресс

    [κανγκριέσς] ουσ α συνέδριο

    Русско-эллинский словарь > конгресс

  • 20 съезд

    [σ'γιέστ] ουσ α συνέδριο

    Русско-эллинский словарь > съезд

См. также в других словарях:

  • συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …   Dictionary of Greek

  • συνέδριο — το 1. συγκέντρωση πολλών ατόμων για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Στο συνέδριο των παιδιάτρων έγιναν σημαντικές ανακοινώσεις. 2. το σύνολο των ατόμων που παίρνουν μέρος σε μια τέτοια συγκέντρωση: Το συνέδριο του κόμματος πήρε σημαντικές αποφάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέγα Συνέδριο — (εβρ. Σανχεδρίν). Σώμα συμβούλων των Εβραίων. Η ύπαρξή του χρονολογείται από την ελληνιστική περίοδο και διέθετε τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική εξουσία. Μέλη του ήταν ο μέγας αρχιερέας της περιόδου, οι πρώην μεγάλοι αρχιερείς των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο — Δικαστήριο και ανεξάρτητη διοικητική αρχή που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Συστάθηκε το 1933 και από τότε αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμίσεων. Οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν με το προεδρικό διάταγμα της 3 …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕ) — Όργανο της ΕΕ με αρμοδιότητα την επαλήθευση της νομιμότητας και της κανονικής κατάστασης των εσόδων και των δαπανών της ΕΕ, καθώς και την εξασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1977,… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»